Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω  



βασιλόπουλο, το


Ερμηνεία:

βασιλόπουλο, το [το παιδί ή ο γιός του βασιλιά] 



Ετυμολογία:

[< Μεσαιων.το βασιλόπουλο, η βασιλοπούλα]< βασιλο- (βασιλεύς) + πουλο (πουλος < (Όμηρ.) πώλος (νεογνό ίππου) ]

Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:

… ἐπρόκειτο δι᾿ ἕνα Βασιλόπουλο, ὁποὺ δὲν ἔστεργε ποτὲ νὰ πανδρευθῇ ….[Άσπρη σαν το χιόνι]



Συνώνυμα:





© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών


Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.: